υδροϊώδιο — το ονομασία οξέος, τύπου HJ, που σχηματίζεται με ένωση ιωδίου και υδρογόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροϊωδικός — ή, ό, Ν 1. χημ. αυτός που περιέχει υδροϊώδιο 2. φρ. «υδροϊωδικό οξύ» χημ. περιληπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροϊωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροϊώδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
υδραλογόνα — τα, Ν χημ. γενική ονομασία τών ανόργανων οξέων που σχηματίζονται με την ένωση τών αλογόνων με το υδρογόνο, όπως είναι το υδροβρώμιο, το υδροϊώδιο, το υδροφθόριο και το υδροχλώριο … Dictionary of Greek
φωσφόνιο — το, Ν 1. χημ. μονοσθενές κατιόν, ανάλογο με το κατιόν τού αμμωνίου, το οποίο απαντά στα άλατα τής φωσφίνης με τα διάφορα πρωτονικά οξέα 2. φρ. «ιωδιούχο φωσφόνιο» χημ. άλας τής φωσφίνης με το υδροϊώδιο, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό που… … Dictionary of Greek
υδροϊωδικός — ή, ό που περιέχει υδροϊώδιο (βλ. λ.): Υδροϊωδικό οξύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)